Κτήρια

– Και δε σου αρέσουν αυτά τα υπέροχα κτήρια;

– Κανένα κτήριο δεν είναι αρκετά όμορφο για να μη μου κρύβει τον ουρανό, μονάχα εκείνο που δεν υπάρχει

Γιατί ο έρωτας μόνο απόλυτος μπορεί να είναι

Έχω έναν έρωτα για σενα. Κλεισμένος χρόνια παραμένει στο συρτάρι που ανοίγω την άνοιξη και το φθινόπωρο, να αεριστεί. Να πάρει ακόμα μια αναπνοή, να μην πεθάνει.
Κλαίει τα βράδυα σαν μωρό και κουλουριάζεται κρύβοντας το πρόσωπο του.
Άλλες φορές γίνεται βίαιος και απόλυτος, διεκδικεί όσα του έταξες.
Ταξίδια, αγκαλιές, παθιασμένες νύχτες.
Κι όμως όσο και αν το συρτάρι που μυρίζει ναφθαλίνη παραμένει κλειστό, ακούγονται αργά τις νύχτες κραυγές ηδονής και απαλά σαν από μετάξι χάδια.
Ανάσα μου

Του άγνωστου αδερφού

thalassa

Αφιερωμένο σε αυτόν τον άγνωστο αδερφό που ήθελε να ζήσει.

Εγκατέλειψε το χωριό του με χαμόγελο και τους γονείς του με δάκρυα.

Η μητέρα του τον αγκάλιασε σφιχτά και του είπε: ‘Να είσαι δυνατός γιε μου, ξέρεις πόσο σ’αγαπώ, να γυρίσεις γρήγορα πίσω.’

Μετά έφυγε με άγνωστο προορισμό, για έναν τόπο που πιστέυαμε πως ήταν γεμάτος ανθρωπιά και πρόοδο.

Ήθελε να ξεφύγει από τη μιζέρια για να επιστρέψει στους δικούς του λίγο πιο χαρούμενος.

Μετά έφυγε προς το άγνωστο.

Πίστευε ότι θα βαδίσει στους δρόμους του παραδείσου και προσγειώθηκε στην κόλαση.

Επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο μαζί με αγνώστους.

Ήθελε να αγοράσει ένα εισιτήριο για την ευτυχία και πήρε το τραίνο του θανάτου.

Παιδί από ζεστούς τόπους, δεν γνώριζε από κρύο, παιδί της ερήμου, δεν ήξερε τη θάλασσα, παιδί της στεριάς, δεν ήξερε να κολυμπάει.

Παγιδευμένος ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα, ένα τεράστιο κύμα αναποδογύρισε τη βάρκα και έπεσε στα βαθιά νερά.

Παιδί της πεδιάδας, δεν ήξερε να κολυμπάει.

Μέσα στο άγχος του και ενώ χτυπιόταν απελπισμένος στα κύματα, σκέφτηκε το χωριό του, τους αδερφούς και αδερφές του, τους φίλους τους, τον πατέρα του και κυρίως τη μάνα του.

Στην τελευταία αναπνοή του, κύλησαν μερικά δάκρυα και καθώς πνιγόταν ψιθύρισε: ‘’ Συγχώρα με μάνα, δεν κατάφερα να σας βοηθήσω, και πέθαινα χωρίς να σε ξαναδώ.

Για αυτόν τον άμοιρο, ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο πίστευε, το οχυρό της Ευρώπης ήταν αδιαπέραστο.

Τι ειρωνεία της μοίρας! Γεννήθηκε σε γη που διψάει για νερό και πνίγηκε στην ανοιχτή θάλασσα.

Είναι νεκρός εξ αιτίας ενός αδίστακτου  κόσμου, ενός δολοφονικού συστήματος, πέθανε γιατί ήθελε να ζήσει. Με σεβασμό σε σενα, άγνωστε ήρωα των σύγχρονων καιρών.

Αρχικό κείμενο

Για ένα παγκάκι στην Κυψέλη

Φασισμός,
όνομα ουσιαστικό,
πολύ ουσιαστικό,
πληθυντικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ελληνικού,
ενικός αριθμός: ανθρωποι που δεν αγαπούν, άνθρωποι που ξεχνούν.

Ο σεβασμός
όνομα ουσιαστικό,
στην αρχή ηχηρό
και μετα αργό, σιγανό.
Οι σεβασμοί, για όλα όσα κατηγορείς πως φταίν, για όσα δεν έμελλε να μάθεις.

Η λήθη,
κύριο όνομα των άλλοτε προσφύγων.
ενικού αριθμού,
μόνο ενικού, ο νόστος για πατρίδες που ζήλεψες αλλά δεν δύνασαι να προσφέρεις.

Το φως,
όνομα ουσιαστικο,
γένους παγκόσμιου.
Ενικού αριθμού στις καρδιές πολλών.
Τα φώτα , τα φώτα που σε ξεγελάν.
Όλη τη γλώσσα μίλησες μα τίποτα δεν είπες.

Τα μπορντέλα να πωλούν αγκαλιές

tlastoneone

Αυτές είναι οι πιο ακριβές, που λείπουν περισσότερο. Μια αγκαλιά, ένα χάδι και ένας καλός λόγος. Έτσι πήγε και ο αυτός σε κείνο το σπίτι σ’ ένα λιμάνι, κάπου στην Ασία. Ήθελε αγκαλιά εκείνο το βράδυ. Μέρες και νύχτες στη θάλασσα μέτρησε με σκληρή δουλειά και σκληρότερη καρδια. Κάποια, σε άλλη ήπειρο του είπε πως δεν τον αγαπάει. Αραγμένο το βαπόρι στη ράδα και το κοιτούσε από το λιμάνι. Ήξερε ποιο είναι και ας ήταν τόσα πολλά εκεί. Ήταν γνώριμο γι’ αυτόν όπως και η αγκαλιά που του έλειπε και δεν μπορούσε να την αγοράσει πουθενά, αλλά και ούτε καμία άλλη. Άλλωστε πως θα μπορούσε να ξεπληρώσει μια τέτοια υπηρεσία, σε χρήμα μήπως; ‘’ Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μα έβγαλε μια φωνή, κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο, και μια το πορτοφόλι μου… Μ’ απόμεινα κι εγώ έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.»

Παράθυρο

Tuscany-Oculus-Rift-DK2-2-1024x576

Μοιάζει σα να’ ναι ένα από εκείνα τα μακρινά απογεύματα της παιδικής ηλικίας.
Ο ήλιος έδυε και έκανε παιχνίδια με το φως που έμπαινε στο δωμάτιο.
Κυνηγούσα την σχεδόν διάφανη κουρτίνα που κουνούσε ο αέρας.
Παιχνίδι με το φως και το σκοτάδι.
Παραλλαγές στην όψη και στο βλέμμα.
Ησυχία.
Κανένας κρότος.
….ετοιμάστηκε το φαγητό «έλα να φας».
Και ο ήλιος συνέχισε να δύει και ένα ελαφρό αεράκι έδινε περισσότερη ζωή στην κουρτίνα.
Και τα σχήματα από το κέντημα, μεγάλωναν όσο περνούσε η ώρα.
Μέχρι που σκοτείνιαζε εντελώς και μοσχοβολούσαν περισσότερo τα λουλούδια με την βραδινή δροσούλα.

curtain

Αεροδρoμια…

sunset.windhoek.airport.07.1a

Χώρος μετακινήσεων, βοής και θορύβου.

Όλα αυτά μέχρι την ώρα που έχεις καρφωθεί με το βλέμμα στον πίνακα με τις αφίξεις και περιμένεις με ανυπομονησία να διαβάσεις ‘landed’.

Εκεί ακριβώς είναι που τα λεπτά μοιάζουν να διαρκούν περισσότερο στο φάσμα της αναμονής και όλες οι λειτουργίες αναγνώρισης να ξεπερνούν κάθε προηγούμενο ρεκόρ λειτουργίας.

Μπορείς να ξεχωρίσεις μόνο μια φιγούρα, μέσα σε έναν όχλο από επιβάτες και ταξιδιώτες.

Και κάπου εκεί…βλέπεις αυτό που τόσο σου έλειπε…

Και γιατί όχι τα λιμάνια ή οι δρόμοι αλλά τα αεροδρόμια;

Γιατί συνήθως σου φέρνουν κάποιον από μακριά, κάποιον που βιαζόταν να έρθει και εν ριπή οφθαλμού θα βρεθεί δίπλα σου, για λίγο …μέχρι την βίαιη ώρα της αναχώρησης.

Είναι απόλυτα τα αεροδρόμια και οι πτήσεις, όσο απόλυτες είναι οι ώρες αναχώρησης και άφιξης, άλλο τόσο αδιάλλακτα είναι στους χαιρετισμούς. Δεν επιτρέπουν ούτε στην αποβάθρα να σταθείς να χαιρετήσεις, ούτε να καθυστερήσεις μια μικρή στιγμούλα για μια ακόμα αγκαλιά.  

Κατά έναν παράξενο τρόπο όλα είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Μπαίνεις, βγαίνεις, ανεβαίνεις, κατεβαίνεις και ξάφνου γίνεσαι ικανός να ανιχνεύσεις το νόημα της κάθε ταμπέλας, ακόμα και σε γλώσσα που δεν γνωρίζεις.

‘our flights have been cancelled for emotional reasons’.

Και πριονίζουμε τα φτερά μας σαν να ‘ταν να γίνουν πιο λεία…

Oι περισσότεροι άνθρωποι που μας λείπουν, η πιο μακρινή απόσταση που βρεθηκαν ήταν ένα συγγνώμη που δεν ειπώθηκε